ευεπιφορία

ευεπιφορία
εὐεπιφορία, ἡ (Α) [ευεπίφορος]
1. η ευκολία στο να φέρνει κάποιος κάτι προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, η ευκολία στο να εξετάζει κάτι με διάφορους τρόπους
2. η ροπή, η κλίση, η προδιάθεση σε κάτι («εὐεπιφορία τῶν παθών», Κλήμ. Αλ.)
3. η πληθώρα, η υπερεπάρκεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐεπιφορίας — εὐεπιφορίᾱς , εὐεπιφορία embarras de richesse fem acc pl εὐεπιφορίᾱς , εὐεπιφορία embarras de richesse fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”